- βρομόγερος
- ο1. ακάθαρτος γέρος2. αισχρός, ανήθικος γέρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρομόγερος — ο γέρος βρόμικος ή αισχρός: Κανένας δεν τον θέλει γιατί είναι ένας βρομόγερος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
σαπρόγηρος — ον, Μ (με επιτιμητική σημ.) σαπισμένος από τα γεράματα, βρομόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + γηρος (< γῆρας), πρβλ. καλό γηρος] … Dictionary of Greek